ἑτεροιώσεις

ἑτεροιώσεις
ἑτεροίωσις
alteration
fem nom/voc pl (attic epic)
ἑτεροίωσις
alteration
fem nom/acc pl (attic)
ἑτεροιόω
make of different kind
aor subj act 2nd sg (epic)
ἑτεροιόω
make of different kind
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”